στεροπηγερέτα

στεροπηγερέτα
ὁ, Α
(επικ. τ.) αυτός που συγκεντρώνει τις αστραπές ή αυτός που βάζει σε ενέργεια τις αστραπές («στεροπηγερέτα Ζευς», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι συνθ. με α' συνθετικό το ουσ. στεροπή «αστραπή» και β' συνθετικό είτε το ρ. ἀγείρω (πρβλ. νεφελ-ηγερέτα) είτε το ρ. ἐγείρω. Το -η- τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως. Για τους επικούς τ. ονομαστικής σε -ă βλ. λ. νεφεληγερέτα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • στεροπηγερέτα — στεροπηγερέτης masc nom sg (epic) στεροπηγερέτᾱ , στεροπηγερέτης masc nom/voc/acc dual στεροπηγερέτης masc voc sg στεροπηγερέτᾱ , στεροπηγερέτης masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στεροπηγερέταο — στεροπηγερέτᾱο , στεροπηγερέτης masc gen sg (epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”